δωδεκανησιώτικος

δωδεκανησιώτικος
-η, -ο
1. (για πράγμα) αυτός που προέρχεται από τη Δωδεκάνησο
2. αυτός που ταιριάζει σε Δωδεκανήσιο ή στη Δωδεκάνησο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”